- λιθόκερος
- (ορθός τ. ληθόκερος), οζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων τής οικογένειας belostomatidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lethocerus < νεολατ. lethocerus < letho- (< λήθη) + -cerus (< -κερος < κέρας)].
Dictionary of Greek. 2013.